- ξεκάρφωτος
- -η, -ο [ξεκαρφώνω]1. αυτός που δεν συγκρατείται με καρφιά, ακάρφωτος2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει σταθερό βήμα3. μτφ. α) (για λόγια) ασυνάρτητος, ασύνδετος, ο χωρίς νόημαβ) (για πρόσ.) απρόσκλητος («ήλθε ξεκάρφωτος»)4. παροιμ. «Θε μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα» — λέγεται από κάποιον που ακούει αβάσιμες πληροφορίες.επίρρ...ξεκάρφωταμε ξεκάρφωτο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.