ξεκάρφωτος

ξεκάρφωτος
-η, -ο [ξεκαρφώνω]
1. αυτός που δεν συγκρατείται με καρφιά, ακάρφωτος
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει σταθερό βήμα
3. μτφ. α) (για λόγια) ασυνάρτητος, ασύνδετος, ο χωρίς νόημα
β) (για πρόσ.) απρόσκλητος («ήλθε ξεκάρφωτος»)
4. παροιμ. «Θε μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα» — λέγεται από κάποιον που ακούει αβάσιμες πληροφορίες.
επίρρ...
ξεκάρφωτα
με ξεκάρφωτο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεκάρφωτος — η, ο 1. αυτός που δε συγκρατιέται με καρφιά, ο ακάρφωτος, ο ξεκαρφωμένος. 2. μτφ., ασυνάρτητος, αδύνατος, ανερμάτιστος: Λόγια ξεκάρφωτα. 3. (για πρόσωπο), αυτός που έχει ασταθείς κινήσεις: Παραπατάει σαν ξεκάρφωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”